- σφηκοί
- σφηκόςmasc nom/voc plσφηκόωmake like a wasppres subj mp 2nd sgσφηκόωmake like a wasppres ind mp 2nd sgσφηκόωmake like a wasppres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφηκός — ή, όν, Α 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ.… … Dictionary of Greek
τετράπτερος — η, ο / τετράπτερος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες («τετράπτεροι σφηκοί», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. δί πτερος] … Dictionary of Greek